ἀνισοῖ

ἀνισοῖ
ἀνισόω
equalize
pres ind mp 2nd sg
ἀνισόω
equalize
pres opt act 3rd sg
ἀνισόω
equalize
pres ind act 3rd sg
ἀνισόω
equalize
pres ind mp 2nd sg
ἀνισόω
equalize
pres opt act 3rd sg
ἀνισόω
equalize
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄνισοι — ἄνισος unequal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… …   Dictionary of Greek

  • ετερόπνοοι — ἑτερόπνοοι, οἱ (Α) φρ. «ἑτερόπνοοι αὐλοί» άνισοι αυλοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πνοοι, πληθ. τού πνοος (< πνοή < πνέω)] …   Dictionary of Greek

  • μονοκλινές σύστημα — Μια από τις επτά υποδιαιρέσεις της κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει τους κρυστάλλους που χαρακτηρίζονται από τρεις άξονες, οι οποίοι είναι μεταξύ τους άνισοι και οι δύο από αυτούς δεν τέμνονται σε ορθή γωνία. Ο τρίτος άξονας είναι κάθετος… …   Dictionary of Greek

  • παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”