ἄνισοι — ἄνισος unequal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… … Dictionary of Greek
ετερόπνοοι — ἑτερόπνοοι, οἱ (Α) φρ. «ἑτερόπνοοι αὐλοί» άνισοι αυλοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πνοοι, πληθ. τού πνοος (< πνοή < πνέω)] … Dictionary of Greek
μονοκλινές σύστημα — Μια από τις επτά υποδιαιρέσεις της κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει τους κρυστάλλους που χαρακτηρίζονται από τρεις άξονες, οι οποίοι είναι μεταξύ τους άνισοι και οι δύο από αυτούς δεν τέμνονται σε ορθή γωνία. Ο τρίτος άξονας είναι κάθετος… … Dictionary of Greek
παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… … Dictionary of Greek